- εξιταλισμός
- ο [εξιταλίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξιταλίζω, η βαθμιαία μετατροπή κάποιου σε Ιταλό, ή πράγματος σε ιταλικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξιταλισμός — ο η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξιταλίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)